μεταστοναχίζομαι

μεταστοναχίζομαι
μεταστοναχίζομαι (Α)
στενάζω ή θρηνώ εκ τών υστέρων για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + στοναχίζομαι «στενάζω, θρηνώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”